-
1 θυγάτηρ
θῠγάτηρ [ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος [var] contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα [dialect] Ep.Aθύγατρα Il.1.13
; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, [dialect] Ep. and lyr.θύγατρες 9.144
, Sapph.Supp. 20a.16: gen. pl.- τέρων IG22.832.19
, Pl.R. 461c, poet. - τρῶν: dat. pl. - τράσι [dialect] Ep.- τέρεσσι Il.15.197
; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:— daughter, Il.9.148, 290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυγάτηρ
-
2 θυγάτηρ
θυγᾰτηρ (-τηρ, -τρός, -τρί, -τέρι, -τρα, -τέρα, -τηρ, -τερ; -τρες.)1 daughter ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός Hippodameia O. 1.81 Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis O. 3.26ὠκεανοῦ θύγατερ Καμάρινα O. 5.2
Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς Ἀγγελίας O. 8.81
Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ Εὐνομία O. 9.15
θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος Protogeneia O. 9.58 θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (voc., cf. Kambylis, Anredeformen, 139̆{1}) O. 10.3 ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου Hera P. 2.39 εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ Koronis P. 3.8 τὸν μὲν (sc. Κάδμον) ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς Ino, Semele, Agaue P. 3.97 “ Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ” P. 4.46τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.28
Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.2
Κρέοισ' Γαίας θυγάτηρ P. 9.17
πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον daughter of Antaios P. 9.111 ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλᾳ κρέοντι θύγατερ Boeckh e Σ: the Muse.) N. 3.10 ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα Thetis N. 3.57 πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Theba, Aigina I. 8.17 “ Νηρέος θυγάτηρ” Thetis I. 8.42 Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγᾰτρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15. ] Κοίου θυγάτηρ π[ Asteria Πα. 7B. 44. ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ Leto. Pae. 12.13 τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ daughter of Andaisistrota, and/or Pagondas. Παρθ. 2. 68. met., αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (Er. Schmid: θυγατέρες codd.) N. 4.3 πόντου θύγατερ Delos fr. 33c. 3. κλῦθ' Ἀλαλὰ πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. frag. ] δε θυγατερ[ fr. 111. 8. -
3 Μοῦσα
Μοῦσα, ης, ἡ, [dialect] Aeol. [full] Μοῖσα Sapph.84, IG42(1).130.16, etc.; [dialect] Dor. [full] Μῶσα Alcm. 1, etc.; [dialect] Lacon. [full] Μῶἁ (for Μῶσα) Ar.Lys. 1298, cf. An. Ox.1.277:— Muse,AὈλυμπιάδες Μ., Διὸς αἰγιόχοιο θυγατέρες Il.2.491
, cf. Hes.Th.25, etc.; nine in number, first in Od.24.60; named in Hes.Th.75 sqq.II μοῦσα, as Appellat., music, song,μ. στυγερά A.Eu. 308
(anap.); (lyr.);καναχὰν.. θείας ἀντίλυρον μούσας S.Tr. 643
(lyr.);Αἰακῷ μοῖσαν φέρειν Pi.N.3.28
; τίς ἥδε μοῦσα; what strain is this ? E. Ion 757;ἄλυρος μ. Id.Ph. 1028
(lyr.);διὰ μούσας ᾖξα Id.Alc. 962
(lyr.): in Prose,ᾄδειν ἀδόκιμον μ. Pl.Lg. 829d
: in pl., μοῦσαι Σφιγγός, of the Sphinx's riddle, E.Ph.50; esp. liberal arts, accomplishments,τὰς μούσας ἀφανίζων Ar.Nu. 972
;ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μ. Pl.Lg. 775b
: also in sg.,τῆς ἀληθινῆς μ. ἠμεληκέναι Id.R. 548b
; κοινωνεῖν μούσης ib. 411c.2 αὕτη ἡ Σωκράτους μ. that was Socrates's way, Gal.UP1.9.
См. также в других словарях:
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek